κατάρραχο

κατάρραχο
το βλ. καταράχι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταράχι — και καταρράχι και κατάραχο και κατάρραχο, το το ανώτατο σημείο τής ράχης τού βουνού, η κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ράχη] …   Dictionary of Greek

  • καταρράχι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 52 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στα Ν της λιμνοθάλασσας Κοτύχι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεχαινών. * * * και κατάρραχο, το βλ. κατάραχο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”